- διατοίχιση
- Κίνηση ταλάντωσης ενός πλωτού μέσου γύρω από τον διαμήκη κεντροβαρικό άξονά του, η οποία γίνεται με διαδοχική ανύψωση και καταβύθιση των πλευρών ως προς την κανονική θέση τους. Ονομάζεται και μπότζι. Στα πλοία η δ. οφείλεται στην εναλλαγή μεταξύ του ζεύγους ανατροπής που προκαλείται από την κίνηση των κυμάτων και του ζεύγους ευστάθειας. Χαρακτηριστικά στοιχεία της δ. είναι η περίοδος (δηλαδή το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών στιγμών μέγιστης κλίσης προς την ίδια πλευρά) και το πλάτος. Όταν η δ. γίνεται σε ήρεμο και συνεκτικό υγρό, η περίοδος Τ σε δευτερόλεπτα δίνεται από τη σχέση:
όπου I η ροπή αδράνειας του σκάφους ως προς τον βαρυκεντρικό άξονα και D (r – a) o συντελεστής εγκάρσιας στατικής ευστάθειας. Όταν αυτός είναι πολύ μεγάλος, το πλοίο κάνει γρήγορες και απότομες κινήσεις, οι οποίες καθιστούν δυσάρεστη την παραμονή στο σκάφος και εκθέτουν σε κίνδυνο ιδιαίτερα τον σκελετό του, εξαιτίας των καταπονήσεων που προκαλούνται από τις δυνάμεις αδράνειας. Στην περίπτωση αυτή λέμε ότι το πλοίο είναι σκληρό. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή το πλοίο κοπιάζει για να ανορθωθεί, λέμε ότι είναι νωθρό, γεγονός που μπορεί να σημαίνει ότι δεν έχει ικανοποιητική ευστάθεια. Σε ένα πλοίο με ναυτικές αρετές θα πρέπει, μεταξύ άλλων, η δ. του να μην είναι πολύ γρήγορη ούτε όμως ιδιαίτερα αργή και ευρεία. Η τιμή της φυσιολογικής περιόδου των ταλαντώσεων, δηλαδή σε ήρεμα νερά, είναι σημαντική σε σχέση με την περίοδο των κυμάτων, γιατί ο πιθανός συγχρονισμός των δύο περιόδων μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνη αύξηση της δ., έως το σημείο να φτάσει σε κλίσεις που μπορεί να προκαλέσουν την ανατροπή του σκάφους. Όταν συμβεί ο συντονισμός αυτός, πρέπει να αλλάξει η πορεία ή η ταχύτητα του πλοίου ως προς την κατεύθυνση των κυμάτων, γιατί έτσι μεταβάλλεται η περίοδος των κυμάτων ως προς το κινούμενο πλοίο. Όσον αφορά το πλάτος των ταλαντώσεων, είναι προφανές το πλεονέκτημα που προκύπτει αν ελαττωθεί σε μεγάλο βαθμό. Για τον σκοπό αυτό τα πλοία εφοδιάζονται με αντικλυδωνιστικά πτερύγια, δηλαδή με διαμήκεις νευρώσεις, οι οποίες τοποθετούνται στην τρόπιδα και έχουν μήκος που κυμαίνεται από το 1/3 έως τα 2/3 του μήκους του σκάφους και πλάτος από 1,20 έως 0,40 μ. Τα πτερύγια αυτά ελαττώνουν το πλάτος των ταλαντώσεων εξαιτίας της μεγαλύτερης αντίστασης που συναντά το σκάφος κατά τη δ. του, αλλά αυξάνουν ουσιαστικά την αντίσταση κατά την πορεία. Η επιβραδυντική δράση των αντικλυδωνιστικών πτερυγίων είναι περιορισμένη και γι’ αυτό επιχειρήθηκε η μείωση των δ. με κατάλληλες συσκευές που συνήθως ονομάζονται σταθερωτές. O πιο διαδεδομένος σύγχρονος τύπος είναι ο σταθερωτής με οριζόντια πτερύγια. Πρόκειται για δύο οριζόντια πηδάλια που λειτουργούν ως ζεύγος, ένα για κάθε πλευρά του σκάφους, και αναδιπλώνονται στο εσωτερικό του σκάφους όταν δεν χρησιμοποιούνται. Τα πτερύγια αυτά λειτουργούν με έναν ηλεκτρικό μηχανισμό –ο οποίος ελέγχεται από μια πολύ ευαίσθητη γυροσκοπική διάταξη– έτσι ώστε όταν η γωνία προσβολής του πτερυγίου που βυθίζεται είναι στραμμένη προς τα πάνω, η γωνία προσβολής του πτερυγίου στην αντίθετη πλευρά προσανατολίζεται προς τα κάτω. Όταν το πλοίο κινείται, η κάθετη συνιστώσα της αντίδρασης του νερού πάνω στα πτερύγια παράγει ένα ζεύγος που είναι αντίθετο στο ζεύγος ανατροπής. Η αντιστροφή της γωνίας προσανατολισμού των πτερυγίων γίνεται αυτόματα σε κάθε ακραία θέση της δ.
Dictionary of Greek. 2013.